αερόλιθος — ο όγκος ύλης που προέρχεται από το διαπλανητικό ουράνιο χώρο και πέφτει στη γη: Η ιερή πέτρα της Μέκκας (Καάμπα) πιθανότατα είναι αερόλιθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κάσιος — Προσωνυμία του Δία, από το βουνό Κάσιο, κοντά στη Σελεύκεια (στα σύνορα Αιγύπτου και Πετραίας Αραβίας) όπου υπήρχε και ναός του θεού. Στην ίδια περιοχή λάτρευαν μια πέτρα που είχε πέσει από τον ουρανό (αερόλιθος), η οποία είναι αποτυπωμένη σε… … Dictionary of Greek
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
αερολιθικός — ή, ό [αερόλιθος] αυτός που προέρχεται από αερόλιθο ή ο σχετικός με αυτόν … Dictionary of Greek
αστέρας — ο (AM ἀστήρ, έρος) 1. αυτόφωτο ουράνιο σώμα, άστρο 2. έξοχος, υπέροχος («αστέρες του κινηματογράφου» «φανερώτατον ἀστέρ Ἀθήνας», για τον Ιππόλυτο Ευρ.) νεοελλ. 1. το άστρο της αυγής, ο αυγερινός 2. κόσμημα ή παράσημο σε σχήμα άστρου μσν. νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αστραπόβολο — και βόλι, το και βολος, ο 1. αλλεπάλληλες αστραπές 2. ο κεραυνός 3. αερόλιθος που προέρχεται από κεραυνό σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + βόλι < μσν. βόλιον, υποκορ. του αρχ. βόλος < βάλλω. Κατά το αστραπόβολο αστραποβόλι … Dictionary of Greek
αστραπόπετρα — η αερόλιθος που προέρχεται από κεραυνό (σύμφωνα με λαϊκές αντιλήψεις) … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… … Dictionary of Greek
μετεωρόλιθος — ο αστρον. τύπος μετεωρίτη, αλλ. αερόλιθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετεώρον + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] … Dictionary of Greek